φύλοπις

φύλοπις
-όπιδος, ἡ, Α
ο θόρυβος, ο σάλαγος τής μάχης («κατὰ στρατὸν ᾤχετο πάντῃ ὀτρύνων μαχέσασθαι, ἔγειρε δὲ φύλοπιν αἰνήν», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Επικός τ. άγνωστης ετυμολ. Διάφορες απόψεις που έχουν διατυπωθεί, ήδη από την αρχαιότητα, συνδέουν συνήθως τη λ. με τη λ. φῦλον, πιθ. και λόγω τής μακρότητας τού -- στον τ. φύλοπις (η οποία, όμως, μπορεί να οφείλεται σε μετρικούς λόγους), διαφοροποιούνται, ωστόσο, μεταξύ τους ως προς την ερμηνεία τού τ. Έτσι έχει προταθεί η σύνδεση τού δεύτερου τμήματος τής λ. φύλ-οπις με τ. όπως: ὄψ*, ὀπός «κραυγή, φωνή», ὄπις* «τιμωρία, σεβασμός, υπακοή» (< ρίζα *okw- «βλέπω», οπότε η σημ. τού φύλοπις θα ήταν «εχθρική ματιά»), λατ. opus, operis «έργο», καθώς και με το ρ. λέπω «ξεφλουδίζω» (μέσω τ. *φυλο-λοπίς με απλολογία). Ωστόσο, όλες αυτές οι απόψεις δεν θεωρούνται ικανοποιητικές, κυρίως από σημασιολογική άποψη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φύλοπις — φύ̱λοπις , φύλοπις battle cry fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ίστημι — ἵστημι (ΑΜ) 1. τοποθετώ όρθιο κάτι, στήνω («ἔγχος μέν ῥ ἔστησε φέρων πρὸς κίονα» Ομ. Ιλ.) 2. (για ανδριάντες, οικοδομές, τρόπαια) ιδρύω, εγείρω («ἔστησε τρόπαια») μσν. (το μέσ.) ἵσταμαι 1. είμαι όρθιος, στέκομαι 2. (για οικοδομήματα) υψώνομαι,… …   Dictionary of Greek

  • μενεφύλοπις — μενεφύλοπις, ιος, ό, ἡ (Α) αυτός που αντέχει τον πόλεμο, ο καρτερικός στη μάχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μενε (βλ. μένω) + φύλοπις «μάχη, κραυγή μάχης»] …   Dictionary of Greek

  • οιούμαι — οἰοῡμαι, όομαι (Α) [οίος (Ι)] (επικ. τ.) (συν. εύχρηστο στο γ εν. προσ. αορ.) οἰώθη 1. μένω μόνος, εγκαταλείπομαι («οἰώθη δ Ὀδυσεὺς δουρικλυτός, οὐδέ τις αὐτῷ Ἀργείων παρέμεινεν», Ομ. Ιλ.) 2. λησμονούμαι, ξεχνιέμαι («Τρώων δ οἰώθη καὶ Ἀχαιῶν… …   Dictionary of Greek

  • φυλόπιδα — φῡλόπιδα , φύλοπις battle cry fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυλόπιδας — φῡλόπιδας , φύλοπις battle cry fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυλόπιδες — φῡλόπιδες , φύλοπις battle cry fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυλόπιδι — φῡλόπιδι , φύλοπις battle cry fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυλόπιδος — φῡλόπιδος , φύλοπις battle cry fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φύλοπιν — φύ̱λοπιν , φύλοπις battle cry fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”